- κραταιότητα
- η (AM κραταιότης, -ητος)[κραταιός]1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ)2. η κατίσχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραταιότητα — κραταιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)